- Αντιόχεια
- I
(τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη κοιλάδα στους πρόποδες του όρους Αμανός, η Α. είναι κέντρο εμπορίου των τοπικών αγροτικών προϊόντων (βαμβάκι, ελιές, σιτάρι) με μερικές μεταποιητικές βιομηχανίες. Η σημερινή σημασία της πόλης είναι ελάχιστη σε σύγκριση με εκείνη που είχε κατά τους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, όσο μικρότερη είναι και η έκταση που έχει σήμερα σε σύγκριση με την αρχαία πόλη.Ιστορία. Την Α. έχτισε το 300 π.Χ. ο Σέλευκος A’ ο Νικάτωρ, ιδρυτής του βασιλείου της Συρίας, προς τιμήν του πατέρα του Αντίοχου, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι πρώτοι της κάτοικοι ήταν Αθηναίοι και Μακεδόνες, τους οποίους ο ιδρυτής της είχε μεταφέρει από τη γειτονική Αντιγόνεια, χτισμένη έξι χρόνια πριν. Η πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα και περιέλαβε τέσσερις μεγάλες συνοικίες, καθεμία με τα δικά της τείχη, και όλες μαζί περιβλήθηκαν από ένα μεγάλο τείχος (γι’ αυτό και την ονόμαζαν Τετράπολη). Διακρινόταν από τις άλλες 28 πόλεις που είχαν την ίδια ονομασία (16 είχε χτίσει ο ιδρυτής της) με την ονομασία Α. επί Δάφνηεπί του Ορόντου. Γνώρισε μεγάλη ακμή ως πρωτεύουσα του ελληνιστικού κράτους των Σελευκιδών αλλά και ως πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Συρίας. Τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η Α. είχε πληθυσμό περίπου 500.000 κατ. (οι 200.000 ήταν δούλοι). Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κόσμησαν την Α. με πολλά ανάκτορα, θέατρα, αμφιθέατρα, στάδια, υδραγωγεία και θέρμες. Οι ανασκαφές που πραγματοποίησε αμερικανική αποστολή (1932-39) αποκάλυψαν μια επιβλητική οδική αρτηρία πλάτους 30 μ., με στοές από τις δύο πλευρές της (3.000 κίονες), που είχε γίνει πρότυπο για πολλές πόλεις της αρχαίας Ανατολής. Κοντά στην Α. ήταν χτισμένη η Δάφνη, γεμάτη πολυτελείς επαύλεις, σιντριβάνια και θέατρα, απ’ όπου προέρχονται πολυάριθμα ψηφιδωτά, πολύτιμα για τη μελέτη της ρωμαϊκής τέχνης των τελευταίων χρόνων της αρχαιότητας.Κατά τη βυζαντινή περίοδο, μεγάλος σεισμός που προκάλεσε τον θάνατο 250.000 και πλέον ανθρώπων κατέστρεψε την πόλη (528). Ακολούθησαν η κατάληψη και η πυρπόλησή της (540) από τον Χοσρόη, βασιλιά των Περσών, που αποτέλεσε φοβερό, αν όχι τελειωτικό πλήγμα, για την ακμή της πόλης. Λίγο αργότερα o Ιουστινιανός ανοικοδόμησε την πόλη και τα τείχη της, περιορίζοντας όμως σημαντικά την έκτασή της. Νέοι σεισμοί, στα τέλη του 6ου αι., κατέστρεψαν όσα μνημεία είχαν μείνει όρθια.Η Α. υπήρξε ένα από τα νευραλγικά σημεία της σύγκρουσης μεταξύ του ισλαμικού και του χριστιανικού κόσμου: το 638 την κυρίευσαν οι Άραβες, το 969 την ανέκτησαν οι Βυζαντινοί και περίπου έναν αιώνα αργότερα την κυρίευσαν οι Σελτζουκίδες Τούρκοι· το 1098 κατόρθωσαν να την πάρουν οι Σταυροφόροι, έπειτα από πεντάμηνη πολιορκία, και την έκαναν πρωτεύουσα της φράγκικης ηγεμονίας της Α. Τελικά η κατάληψή της από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου και έπειτα από τους Οθωμανούς Τούρκους (1506) σήμανε το οριστικό τέλος της Α. Ακόμα και κατά τους νεότερους χρόνους, η πόλη υπήρξε αντικείμενο σοβαρής διαμάχης: παραχωρήθηκε στη Συρία το 1920, μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά το 1939 την ξαναπήρε η Τουρκία μαζί με το Σαντζάκιο της Αλεξανδρέτας (σημ. επαρχία Χατάι).Πατριαρχείο Α.Η Α. ήταν η πρώτη σημαντική μη ιουδαϊκή πόλη στην οποία διαδόθηκε o χριστιανισμός. Εκεί για πρώτη φορά οι οπαδοί της νέας θρησκείας ονομάστηκαν χριστιανοί και εκεί λύθηκε οριστικά από τον Πέτρο και τον Παύλο το ζήτημα της αυτοτέλειας του χριστιανισμού απέναντι στον ιουδαϊσμό. Μετά την περίοδο των διωγμών, ποικίλες αιρέσεις που ξεκινούσαν είτε από τις περίφημες σχολές της Α. (που τις χαρακτήριζε κάποια απόκλιση στον ορθολογισμό) είτε από τους κύκλους των Συροχριστιανών που δεν είχαν εξελληνιστεί συντάραξαν τη ζωή της εκκλησίας της Α. Ο μονοφυσιτισμός ιδίως, που είχε μεγάλη διάδοση στη Συρία και ο οποίος αργότερα ταυτίστηκε με το ντόπιο φυλετικό πνεύμα, προκάλεσε χαλάρωση των πολιτικών και εκκλησιαστικών δεσμών της χώρας αυτής με το Βυζάντιο και διευκόλυνε την κατάκτησή της από τους Άραβες το 638. Οι εξισλαμισμοί που ακολούθησαν αραίωσαν τις τάξεις των χριστιανών. Το ορθόδοξο πατριαρχείο A. (μελχίτες) κατόρθωσε να διατηρήσει την ελληνική ως γλώσσα της λατρείας, αλλά η Ιακωβιτική Εκκλησία (μονοφυσιτική) και η Μαρωνιτική (μονοθελητική) εξαραβίστηκαν τελείως, γλωσσικά και πολιτιστικά. Στη σύντομη κυριαρχία των Βυζαντινών (969-1084), το ορθόδοξο πατριαρχείο A. ενισχύθηκε, όταν όμως οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τους Αγίους Τόπους (1098), η λατινική ιεραρχία εκτόπισε την ορθόδοξη. Μετά την κατάκτηση της Συρίας από τους Μαμελούκους (1268) άρχισε νέο κύμα εξισλαμισμών. Η Α. καταστράφηκε και από τότε μέχρι σήμερα έδρα του πατριαρχείου είναι η Δαμασκός, αν και οι πατριάρχες έμεναν συνήθως στην Κωνσταντινούπολη. Στην τουρκοκρατία (1517-1918) το πατριαρχείο υπέφερε όχι τόσο από τους νέους κατακτητές όσο από τα τάγματα των καθολικών μοναχών που είχαν εγκατασταθεί εκεί από την εποχή των Σταυροφόρων και οι οποίοι ενεργούσαν προσηλυτισμό σε βάρος των τοπικών εκκλησιών. Οι τσάροι της Ρωσίας ενίσχυσαν τότε οικονομικά και ηθικά το πατριαρχείο, αργότερα όμως (τέλη 19ου αι.) προσπάθησαν να στρέψουν τους αραβόφωνους κατά των ελληνόφωνων ορθοδόξων.Σήμερα, στο ορθόδοξο πατριαρχείο Α. ανήκουν περίπου 300.000 χριστιανοί της Συρίας και του Λιβάνου. Έχει έδρα τη Δαμασκό της Συρίας και στη δικαιοδοσία του υπάγονται 23 ιερές μητροπόλεις (επαρχίες), εκ των οποίων οι έξι βρίσκονται στη Συρία, οι έξι στον Λίβανο, οι τρεις στην Τουρκία, μία στην Αραβία, μία στη Βόρεια και Νότια Αμερική, μία στην Αυστραλία και μία στη δυτική και κεντρική Ευρώπη. Συγκεκριμένα, υφίστανται οι μητροπόλεις: α) Συρία: Ιερή Αρχιεπισκοπή (Δαμασκός) και οι μητροπόλεις Βέροιας (Χαλεπίου) και Αλεξανδρέττας, Βόστρων, Εμμέσης (Χομς), Επιφανείας (Χάμα) και Λαοδικείας. β) Λίβανος: Βηρυτού, Βύβλου και Βοτρύων, Ηλιουπόλεως (Ζάχλε), Τριπόλεως και Χώρας, Τύρου και Σιδώνος, Αρκαδίας. γ) Τουρκία: Αμίδης (Ντιαρντεκίρ), Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ), Ταρσού και Αδάνων. δ) Αραβία: Βαγδάτης και Κουβέιτ. ε) Αμερική: Σάο Πάολο (Βραζιλία), Βόρειας Αμερικής, Μπουένος Άιρες (Αργεντινή), Μεξικού, Σαντιάγκο (Χιλή). στ) Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας (Σίδνεϊ) και ζ) Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης (Παρίσι). Το όλο έργο συνεπικουρείται και από τους πατριαρχικούς επισκόπους Απαμείας, Σελευκείας, Φιλιππουπόλεως (Αλ-Σάχμπα), Κατάνων, Αμφιπόλεως, Νταράγια, Πύργου, Τζάμπλε, Ταρτούς, Κάρας, Σαϊντανάγιας και Σαράφα. Στις περισσότερες μητροπόλεις λειτουργούν σχολεία διαφόρων βαθμίδων, ορφανοτροφεία, φιλόπτωχες αδελφότητες, ψυχαγωγικά κέντρα, ιατρεία και διάφορα άλλα, κυρίως φιλανθρωπικά ιδρύματα. Επίσης, λειτουργούν και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα: α) Μπελεμέντιο Ορθόδοξο Πανεπιστήμιο, το οποίο λειτουργεί στην Ι. Μονή Μπελεμεντίου (Λίβανος) και περιλαμβάνει 18 σχολές (μεταξύ των οποίων και αυτή των ελληνικών μελετών). β) Θεολογική Σχολή Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού (στην Πατριαρχική Σχολή Μπελεμεντίου). γ) Ακαδημίες Καλών Τεχνών (μονή Μπελεμεντίου και Βηρυτού), πέντε ιερατικές σχολές, αραβόφωνα και ελληνικά σχολεία στη Δαμασκό και στη Βηρυτό. Τέλος, εκδίδονται και τα περιοδικά: Το Δελτίον (μηνιαίο), Ο Λόγος (Μητρόπολη Βόρειας και Νότιας Αμερικής), Το Φως (Λίβανος), Αποκαλύψεις (Μητρόπολη Ηλιουπόλεως), Η Φωνή της Ορθοδοξίας (Χιλή).Σύνοδοι Α. Η Α. υπήρξε ένα από τα πρώτα μεγάλα κέντρα του χριστιανικού κόσμου και έδρα μιας μεγάλης θεολογικής σχολής που τη χαρακτήριζε η αντίθεσή της προς την αλεξανδρινή θεολογική σχολή – αντίθεση που στο δογματικό επίπεδο έπαιρνε μια αρειανίζουσα και νεστοριανίζουσα απόχρωση. Στα πλαίσια των κατά καιρούς θεολογικών συζητήσεων και θρησκευτικών έριδων, συγκροτήθηκαν στην Α. περίπου 30 εκκλησιαστικές σύνοδοι. Από αυτές σημαντικότερες ήταν οι σύνοδοι των ετών:α) 265, 268 και 269 ή 270, με αντικείμενο την καταδίκη των μοναρχιανιζουσών πλανών του επισκόπου Α., Παύλου Σαμοσατέως, που υποστήριζε ότι «ο Χριστός είναι απλός άνθρωπος, δοχείο του Θείου λόγου».β) 330· τη σύνοδο συγκρότησαν αρειανοί επίσκοποι, οι οποίοι καταδίκασαν και εξόρισαν τον ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο Α., Ευστάθιο, και όρισαν αντικαταστάτη του αρειανό αρχιεπίσκοπο.γ) 340· τη σύνοδο συγκρότησαν αρειανοί επίσκοποι, οι οποίοι καθαίρεσαν τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανάσιο.δ) 341· η σύνοδος συγκλήθηκε με αφορμή τα εγκαίνια της Χρυσής –όπως ονομάστηκε– βασιλικής του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Πήραν μέρος περίπου 100 επίσκοποι, οι οποίοι θέσπισαν 25 εκκλησιαστικούς κανόνες, που επικυρώθηκαν αργότερα από την Οικουμενική Σύνοδο του Τρούλου και αποτέλεσαν βασικό εκκλησιαστικό νόμο τόσο για την Ανατολική όσο και για τη Δυτική Εκκλησία.ε) 378· ορθόδοξη σύνοδος με αντικείμενο την επικύρωση των αποφάσεων της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας.στ) 542· η σύνοδος συγκλήθηκε με αφορμή τις ωριγενιστικές έριδες του 6ου αι., οι οποίες βρήκαν τη δογματική λύση τους λίγο αργότερα, στην E’ Οικουμενική Σύνοδο (553), που καταδίκασε τον Ωριγένη και τους οπαδούς των απόψεών του.ζ) 1139 (επί φραγκοκρατίας)· η σύνοδος συγκλήθηκε για την καθαίρεση του Λατίνου πατριάρχη Α., Ροδόλφου, του οποίου οι τάσεις ανεξαρτησίας είχαν ανησυχήσει τον παπικό θρόνο.η) 1204 (επί φραγκοκρατίας)· η σύνοδος συγκλήθηκε για τη ρύθμιση εκκλησιαστικών και πολιτικών θεμάτων.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν στην Αντιόχεια, μητρόπολη της αρχαίας Ανατολής, έφεραν στο φως πολυάριθμα και εξαίσια ψηφιδωτά της ρωμαϊκής εποχής, όπως είναι η «Κρίση του Πάρη» (2ος αι. π.Χ.), η οποία ίσως είναι εμπνευσμένη από ελληνιστικό πρότυπο (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
II«Η Τύχη της Αντιόχειας», αντίγραφο σε μάρμαρο κολοσσιαίου ορειχάλκινου αγάλματος, έργου του Ευτυχίδη. Η θεά, προσωποποίηση της πόλης, εικονίζεται με πυργωτό στέμμα, καθισμένη σε έναν βράχο, ενώ το ένα πόδι της ακουμπά στον ποταμό Ορόντη, που τον συμβολίζει ένα παιδί που κολυμπάει (Μουσείο του Βατικανού).
Ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων, εκτός της Α. επί του Ορόντου (βλ. λ. παραπάνω).1. Της Πισιδίας. Χτίστηκε από τον Σέλευκο τον Νικάτορα πριν από το 280 π.Χ. και έγινε ελεύθερη πόλη από τους Ρωμαίους το 189 π.Χ. Είχε κυρίως Έλληνες κατοίκους. Το 11 π.Χ., o Αύγουστος την κατέστησε ρωμαϊκή αποικία, με την ονομασία Καισάρεια.2. Του Μαιάνδρου. Χτίστηκε από τον Αντίοχο Α’ τον Σωτήρα, μεταξύ της Εφέσου και του Ευφράτη. Είχε πολυτελή γέφυρα στον ποταμό Μαίανδρο.3. Της Πυράμου, στην Κιλικία.4. Της Πιερίας, στην Άνω Συρία, χτισμένη από τους Φοίνικες. Ονομαζόταν από τους Σύρους Άραδος, αλλά τη μετονόμασε o Αντίοχος Α’ ο Σωτήρ.5. Της Μυγδονίας, μεταξύ Τίγρη και Ευφράτη. Λεγόταν και Νίσιβις. Ο Πλούταρχος λέει πως την κατοικούσαν απόγονοι των Σπαρτιατών.6. Της Καλλιρρόης, χτισμένη στις πηγές καταρράκτη στα νότια του Ευφράτη. Ο Σέλευκος τη μετονόμασε Έδεσσα. Υπήρξε πρωτεύουσα της Μεσοποταμίας επί αιώνες.7. Η Χάραξ, χτισμένη από τον Μέγα Αλέξανδρο στις εκβολές του Τίγρη. Λεγόταν αρχικά Αλεξάνδρεια, αλλά o Αντίοχος E’ την μετονόμασε Α.8. Η Μαργιανή. Χτίστηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο και ανοικοδομήθηκε από τον Αντίοχο A’, μετά την καταστροφή της από τους βαρβάρους. Από τον 7ο έως τον 9ο αι. μ.Χ. υπήρξε κέντρο Αράβων ηγεμόνων και βασικό κέντρο της ισλαμικής παιδείας, ενώ τον 12ο αι. έγινε η τελευταία πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Σελτζούκων.9. Της Σκυθίας. Βρισκόταν στην περιοχή του ποταμού Ιαξάρτη.10. Του Κράγου. Βρισκόταν κοντά στον Σελινούντα της Κιλικίας.11. Της Ισαυρίας. Βρισκόταν ανατολικά του Κράγη. Λεγόταν και Λαμωτίς.12. Της Σεμιράμιδος. Βρισκόταν μεταξύ του Ιορδάνη ποταμού και της Αραβικής ερήμου και χτίστηκε από τη Σεμίραμι.13. Της Δεκάπολης. Βρισκόταν κοντά στην Τιβεριάδα λίμνη της Γαλιλαίας, κάτω από το όρος Ίππος.14. Η Όπις. Βρισκόταν κοντά στον Τίγρη, στη θέση της αρχαίας Όπιδας.15. Του Ταύρου. Βρισκόταν στις υπώρειες του Ταύρου.Επίσης υπήρξε προσωρινή ονομασία των Τράλλεων, της Ταρσού, των Αδάνων και άλλων πόλεων.
Dictionary of Greek. 2013.